εἰσερχομένης

εἰσερχομένης
εἰσέρχομαι
go in
pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… …   Dictionary of Greek

  • σουλφόνωση — Βασική μέθοδος στη βιομηχανική χημεία (γνωστή και ως σουλφούρωση), η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας σουλφοννκής ομάδας ( SO3H) σε μια οργανική ένωση. Στις κατά κυριολεξία σουλφονώσεις, η σουλφονική ομάδα ενώνεται απευθείας με ένα άτομο… …   Dictionary of Greek

  • Μπρόκχαουζ, Μπέρτραμ — (Bertram Brockhouse, Λέθμπριτζ 1918 ). Καναδός φυσικός. Σπούδασε φυσική στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολούμπια και συνέχισε για διδακτορικό τίτλο στο εργαστήριο φυσικής χαμηλών θερμοκρασιών του Πανεπιστημίου του Τορόντο. Έχοντας ολοκληρώσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”